χυμόν

χυμόν
χῡμόν , χυμός
juice
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχυπαθής — ές, Μ αυτός που προσβάλλεται γρήγορα από κάτι («τὸν ταχυπαθῆ χυμόν, ὀξὺν καλέσῃ χυμόν», Χοιροβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. ὁμοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • οξυπαροπτώ — ὀξυπαροπτῶ, άω (Α) ψήνω, βράζω κάτι πολύ δυνατά για να πάρω το αφέψημα, τον χυμό («ὀξυπαροπτᾱν χυμόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παροπτῶ «ψήνω ελαφρά, μισοψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • υποτρέφω — Α [τρέφω] 1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ. β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.) 2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.) 3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”